- κακοπορεύω
- 1. (ενεργκαι μέσ.) ζω μίζερη ζωή, στερούμαι τα αναγκαία2. (μτχ.) κακοπορεμένος, -η, -ονδυστυχής, φτωχός, ταλαίπωρος3. παροιμ. «ξύσου και κακοπόρεψε, την Πασχαλιά θ' αλλάξεις» — για όσους ζουν στερημένη ζωή από τσιγκουνιά.
Dictionary of Greek. 2013.